- μαγκιώρος
- ώρα, ώρικο 1. ловкий, умный, хитрый;2. (ο , η ) ловкач, -ка, хитрюга; умница, молодчина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαγκιόρος — και μαγκιώρος, ο, θηλ. μαγκιόρα και μαγκιόρισσα ο ικανός να επιτυγχάνει ακόμη και στις πιο δύσκολες υποθέσεις, επιδέξιος, καπάτσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. maggiore < λατ. major, συγκρ. τού επιθ. magnus «μεγάλος»] … Dictionary of Greek